πλημμυρίς

πλημμυρίς
(-ίδος) η прилив (морской)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πλημμυρίς" в других словарях:

  • πλημμυρίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδα — πλημμυρίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδας — πλημμυρίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδες — πλημμυρίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδι — πλημμυρίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδος — πλημμυρίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίδων — πλημμυρίς fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίσι — πλημμυρίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημμυρίσιν — πλημμυρίς fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίδα — πλημμυρίς fem acc sg πλημυρίς rise of the sea fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλημυρίδας — πλημμυρίς fem acc pl πλημυρίς rise of the sea fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»